- καταξενούμαι
- καταξενοῡμαι, -όομαι (Α)γίνομαι δεκτός ως ξένος, μέ φιλοξενεί κάποιος με ευχαρίστηση («καταινέσαντα καὶ κατεξενωμένον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.